ΚΑΛΥΔΩΝΑ

Η αρχαία Καλυδώνα, μία από τις σημαντικότερες πόλεις της παράλιας Αιτωλίας, μνημονεύεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο μαζί με άλλες τέσσερις αιτωλικές πόλεις, που συμμετείχαν με 40 μαύρα πλοία στον Τρωικό πόλεμο. Κτισμένη στη δεξιά όχθη του Ευήνου, τα ερείπιά της απλώνονται σε δύο γειτονικούς λόφους με την νεώτερη ονομασία Κούρταγα, κοντά στο σημερινό Ευηνοχώρι, ενώ η ακρόπολή της περιβαλλόταν από ξεχωριστή οχύρωση. Η σπουδαιότητά της οφείλεται αφενός στο πλούσιο μυθολογικό παρελθόν της, αφετέρου στη στρατηγική της θέση στην είσοδο του Κορινθιακού κόλπου, αφού ήλεγχε το θαλάσσιο δρόμο, που μέσω του Κορινθιακού και του Πατραϊκού κόλπου οδηγούσε από την Ανατολή στη Δύση, αλλά και το θαλάσσιο πέρασμα κατά μήκος των ακτών της Δυτικής Στερεάς και των νησιών του Ιονίου. Η πόλη διέθετε λιμάνι στο σημερινό Κρυονέρι, χάρη στο οποίο γνώρισε ταχύτερη πολιτική και πολιτισμική άνθηση, λόγω των επαφών με τα μεγάλα ελληνικά κέντρα πολιτισμού (Κόρινθος). Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο η Καλυδώνα είναι ανεξάρτητη, ενώ γύρω στο 390 π.Χ. αποτελεί μέλος του Αχαϊκού Κοινού. Το 367 π.Χ. περιέρχεται οριστικά στους Αιτωλούς και μαζί με την γειτονική Πλευρώνα αναδεικνύεται σε ένα από τα σημαντικότερα ιδρυτικά μέλη της Αιτωλικής Συμπολιτείας, καθώς στις επιγραφές αναφέρεται ως πατρίδα ονομαστών αξιωματούχων της.

Οι ανασκαφές της αρχαίας πόλης ξεκίνησαν από τον προηγούμενο αιώνα και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, φέρνοντας στο φως τμήματα του πολεοδομικού ιστού, εργαστηριακές εγκαταστάσεις, το θέατρο, τα σπουδαιότερα ιερά, καθώς και σημαντικά ταφικά μνημεία. Έξω από τα τείχη βρισκόταν το Λάφριο ιερό, αφιερωμένο στην Άρτεμη Λαφρία και τον Απόλλωνα Λάφριο, που ήταν το δεύτερο σε φήμη και σπουδαιότητα μετά από αυτό του Θέρμου, γνωρίζοντας μεγάλη ακμή από την αρχαϊκή έως και την ελληνιστική εποχή. Τα πρωιμότερα ίχνη λατρείας ανάγονται στη Γεωμετρική εποχή (8ος π.Χ.), αν και προϊστορική κεραμική βεβαιώνει τη χρήση του χώρου ήδη από τη μυκηναϊκή περίοδο. Στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. κτίζονται οι πρώτοι ναοί, αφιερωμένοι στην Άρτεμη και τον Απόλλωνα, μνημειακής μορφής, αρχικά ξύλινοι με πολύχρωμα γραπτά κεραμοπλαστικά στοιχεία, που παρουσιάζουν πολλές κορινθιακές επιδράσεις, καθώς οι θαλασσοπόροι Κορίνθιοι χρησιμοποιούσαν την Αιτωλία ως ενδιάμεσο σταθμό για το μακρινό τους ταξίδι προς τη μεγαλύτερη αποικία τους, την Κέρκυρα. Μέχρι τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. οι δύο ναοί δέχονται πολλές συμπληρώσεις. Γύρω στο 400 π.Χ. ο μεγάλος ναός της Άρτεμης είναι λίθινος, δωρικός περίπτερος εξάστυλος (13 x 6 κίονες) με διαστάσεις 32,26 x 14,90 μ., ενώ εδράζεται σε μεγάλο εντυπωσιακό ανάλημμα, κτισμένο το 500 π.Χ. Περίφημο ήταν το χρυσελεφάντινο λατρευτικό άγαλμα της Άρτεμης, έργο Ναυπάκτιων γλυπτών, του Μέναιχμου και του Σοΐδα, χρονολογούμενο περί το 460 π.Χ., το οποίο στα ρωμαϊκά χρόνια μεταφέρθηκε με εντολή του Αυγούστου, μαζί με τη λατρεία της θεάς που περιελάμβανε ολόκαυστες θυσίες, στην Πάτρα. Εκτός από την Άρτεμη και τον Απόλλωνα, στην πόλη λατρεύτηκε και ο Διόνυσος, ο ναός του οποίου εντοπίζεται κάτω από το ερειπωμένο ναΰδριο του Αγίου Ιωάννη. Μακρόστενη στοά, βάθρα, εξέδρες, βωμοί και θησαυροί συνέθεταν την εικόνα του ιερού, το οποίο συνδεόταν μέσω της ιεράς οδού με τη δυτική πύλη της πόλης.

Στα ανατολικά της ιεράς οδού έχει ερευνηθεί το γνωστό Ηρώο, ένα εντυπωσιακό, μεγαλοπρεπές τετράπλευρο κτήριο. Έχει αυλή στο κέντρο, προστώο, είσοδο στη βόρεια πλευρά και μικρά δωμάτια στη βόρεια και ανατολική, και έχει κτιστεί πάνω από υπόγειο τάφο-κρύπτη του 2ου αι. π.Χ., που ανήκε στον τοπικό ήρωα Λέοντα, ο οποίος αναφέρεται στις επιγραφές της πόλης ως «Νέος Ηρακλής». Οι τοίχοι της μεγαλύτερης αίθουσας του Ηρώου, κτισμένης πάνω από την ταφική κρύπτη, διακοσμούνταν με μαρμάρινες προτομές θεών και ηρώων (Άρτεμης, Απόλλων, Δίας, Αφροδίτη, Μελέαγρος, Λέων, Κράτεια κ.ά.) που χρονολογούνται στον 1ο αι. π.Χ. Πρόσφατα το κτήριο ερμηνεύτηκε ως παλαίστρα, όπου στην περίστυλη αυλή τελούνταν αγώνες προς τιμήν του νεκρού Λέοντος.

Εμφανείς ομοιότητες με το Ηρώο παρουσιάζει το λεγόμενο «κτήριο με το περιστύλιο» στο εσωτερικό της πόλης, με δωμάτια γύρω από την εσωτερική αυλή. Σε ένα από αυτά που είχε λατρευτικό χαρακτήρα, βρέθηκαν μαρμάρινη κεφαλή της θεάς Κυβέλης με τειχόμορφο στέμμα και μαρμάρινο λιοντάρι του 2ου αι. π.Χ. Το κτήριο καταστράφηκε μέσα στον 1ο αι. π.Χ. και ίσως λειτουργούσε ως λέσχη.

Το θέατρο, η έρευνα του οποίου ολοκληρώθηκε το 2015 από τους ανασκαφείς Ολυμπία Βικάτου και Rune Frederiksen, αρχικά είχε χρησιμοποιηθεί ως Βουλευτήριο, παρουσιάζει ιδιότυπο σχήμα, καθώς διαθέτει τετράπλευρη ορχήστρα χωρίς περιμετρικό αγωγό (εύριπο) και κοίλο σχήματος πι, από το οποίο διατηρούνται 32 σειρές εδωλίων. Οι εννέα κατώτερες έχουν ορθογώνια κάτοψη, ενώ οι υπόλοιπες ημικυκλική. Το σκηνικό οικοδόμημα αποτελείται από το προσκήνιο που διέθετε ιωνική κιονοστοιχία, τη σκηνή και πλευρικές ράμπες ανόδου των ηθοποιών στον όροφο της σκηνής, το λογείο. Η χωρητικότητά του υπολογίζεται σε 6.400 θεατές. Η κύρια χρήση του θεάτρου ανάγεται από τον 4ο αι. π.Χ. έως το τέλος της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου, ενώ συνεχίστηκε και στα ρωμαϊκά χρόνια.

Κείμενο-επιμέλεια:
Δρ Ολυμπία Βικάτου, Αρχαιολόγος, Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος
Γεώργιος Σταμάτης, Αρχαιολόγος MSc.