ΒΑΡΑΣΟΒΑ

Ο επιβλητικός ορεινός όγκος της τρίκορφης Βαράσοβας (όρος Χαλκίς ή Υποχαλκίς) με τη γειτονική Παλιοβούνα ή Κλόκοβα (αρχαίος Ταφιασσός) δεσπόζουν στην είσοδο του Κορινθιακού κόλπου, πάνω στα χερσαία και θαλάσσια περάσματα που διαχρονικά αποτέλεσαν δρόμους επικοινωνίας ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, την Νότια Ελλάδα και την Ήπειρο.Η πληθώρα των σπηλαίων που διαμορφώνονται στις πλαγιές της Βαράσοβας κατοικήθηκαν από πολύ νωρίς, αφού σε αυτά βρήκαν καταφύγιο και προστασία οι πρώτοι άνθρωποι. Τα πρωιμότερα ίχνη κατοίκησης ανάγονται στην Νεολιθική εποχή (6800-3200 π.Χ.), όπου σε βραχώδες άνδηρο στην ανατολική πλευρά της έχει ερευνηθεί υπαίθρια εγκατάσταση, από την οποία προήλθαν λίθινες αιχμές βελών, οστέινα και λίθινα εργαλεία, όστρακα με γραπτή και εγχάρακτη γραμμική διακόσμηση και το μοναδικό ειδώλιο από υπόλευκο λίθο. Αυτό εμφανίζει κοινά στοιχεία με τα μετέπειτα Πρωτοκυκλαδικά ειδώλια και χρονολογείται στη Νεότερη Νεολιθική ΙΙ περίοδο (4800-4500 π.Χ.). Από πολλά επίσης σπήλαια έχουν περισυλλεγεί ενδιαφέρουσα κεραμική και λίθινα εργαλεία της ίδιας περιόδου.


Στους πρόποδες της Βαράσοβας απλώνεται ο μικρός, παραθαλάσσιος οικισμός του Κρυονερίου, όπου εντοπίζεται το επίνειο της αρχαίας Καλυδώνας. Το όνομά του οφείλει στα κρύα νερά που αναβλύζουν πλάι στην αρχαία πηγή της Καλλιρόης, της νεαρής κόρης από την Καλυδώνα που πέθανε από τις Ερινύες για τον χαμό του Κόρεσου, ιερέα του Διονύσου, που την ερωτεύθηκε. Από το λιμάνι της αρχαίας πόλης θα πρέπει να ξεκίνησαν τα πλοία για την Τροία, που αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα. Ελάχιστα όστρακα της μυκηναϊκής εποχής, έχουν περισυλλεγεί από επιφανειακές έρευνες της Αγγλίδας αρχαιολόγου Sylvia Benton τη δεκαετία του ’30. Πιο πρόσφατα η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε ταφικά πιθάρια με ενδιαφέροντα κτερίσματα, όπως πήλινα και μεταλλικά αγγεία και χάλκινο ιππάριο, της Γεωμετρικής εποχής (9ος-8ος αι. π.Χ.). Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο από το Κρυονέρι διερχόταν ο μοναδικός χερσαίος και συνάμα θαλάσσιος δρόμος, που συνέδεε τις δύο μεγάλες πόλεις που χτίστηκαν από τον Οκταβιανό Αύγουστο, την Νικόπολη το 31 π.Χ. στη χερσόνησο της Πρέβεζας και την Πάτρα το 14 π.Χ. στην απέναντι ακτή της Πελοποννήσου.

Πλάι στους αρχαίους οικισμούς και στους χερσαίους δρόμους την Παλαιοχριστιανική περίοδο ιδρύονται οι πρώτοι χριστιανικοί ναοί, στον τύπο της βασιλικής. Δίπλα στην ακτή του Κρυονερίου έχει ερευνηθεί εκκλησιαστικό κτίσμα, το οποίο αποτελεί ανακατασκευή στα τέλη του 6ου αι. μ.Χ. μέρους παλαιότερης βασιλικής. Ο χώρος είχε χρησιμοποιηθεί ως κοιμητήριο για μεγάλο διάστημα, ίσως μέχρι τους μέσους βυζαντινούς χρόνους. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ψηφιδωτά δάπεδα με πλούσια διακόσμηση που περιλαμβάνει σταυρούς, αντωπά πτηνά (χήνες), κιονίσκους κληματίδες με φύλλα κισσού που εκφύονται από αγγείο και ζώα, όπως δελφίνι, ψάρι, πέρδικα, μεγάλη αχιβάδα κ.ά. Η μοναδική επιδαπέδια ψηφιδωτή επιγραφή παρακλητικού χαρακτήρα αναφέρεται είτε στους χορηγούς κατοίκους της περιοχής είτε στους ψηφοθέτες, αλλά και στον αναθέτη Ευάγριο.

 

Ξεχωριστό όμως ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σπηλαιώδη μοναστηριακά συγκροτήματα – ασκηταριά, που κυριολεκτικά κρέμονται από τις απότομες και απόκρημνες χαράδρες της Βαράσοβας, τα οποία συμπληρώνουν την εικόνα για την εκκλησιαστική και πνευματική κατάσταση της παράλιας Αιτωλίας. Τα σπήλαια του βράχου της Βαράσοβας, ορισμένα εκ των οποίων, όπως το σπήλαιο των Αγίων Πατέρων, διασώζουν υψηλής τέχνης βραχογραφίες της λεγόμενης Καππαδοκικής τεχνοτροπίας. Από τον 9ο έως τον 12ο αι. η Βαράσοβα, που είναι γνωστή στις πηγές ως το «Άγιον Όρος της Αιτωλίας», μετατρέπεται σε σημαντικό ασκητικό κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με πλήθος σπηλαίων, περίλαμπρους ναούς και μοναστηριακά συγκροτήματα γύρω της. Ο Γάλλος περιηγητής Bazin το 1864 αναφέρει ότι ποιμένες της περιοχής είχαν μετρήσει 72 εκκλησίες και ναΐσκους. Την εποχή αυτή φαίνεται ότι Καππαδόκες μοναχοί χρησιμοποιούν τη Βαράσοβα ως σκάλα στο μακρινό τους ταξίδι από την Καππαδοκία προς την Καλαβρία, τη Νότια Ιταλία και τη Σικελία.


Το πιο εντυπωσιακό σπήλαιο είναι του Αγίου Νικολάου στη νότια πλευρά της Βαράσοβας, όπου στο εσωτερικό του υπήρχε επιβλητικό μοναστηριακό συγκρότημα με Εγκλείστρα. Στην είσοδο του σπηλαίου, που βλέπει προς τον Πατραϊκό κόλπο, διαμορφώνεται τριώροφος πύργος και διώροφο συγκρότημα κελιών, στο οποίο ανοίγεται η πύλη με το διαβατικό, που οδηγεί στο εσωτερικό του μοναστηριού. Στο κέντρο δεσπόζει μικρός μονόχωρος ναΐσκος και γύρω του η ανασκαφή αποκάλυψε ορθογώνια δεξαμενή νερού, φούρνο, τράπεζα, αποθηκευτικούς χώρους, εστία σε μικρότερο σπήλαιο και κάτι ακόμα σπάνιο και μοναδικό: σύνδεση με ξυλοκατασκευή με υπερκείμενο μικρό σπήλαιο, το οποίο έχει ερμηνευθεί ως Εγκλείστρα, όπου διέμενε απομονωμένος και προσευχόμενος, μελετώντας ή γράφοντας κάποιο εκκλησιαστικό κείμενο, ο «έγκλειστος» μοναχός, που αναζητούσε πλήρη απομόνωση ως απόρροια της βαθιάς πνευματικής άσκησης και αυστηρής προσευχής. Επιπλέον, εξυπηρετούσε την ανάγκη προστασίας των πολύτιμων εκκλησιαστικών κειμηλίων από επιδρομές πειρατών. Αντίστοιχες εγκλείστρες υπάρχουν στην Παλαιστίνη, στην Αίγυπτο, με πιο γνωστό παράδειγμα αυτή του Αγίου Νεοφύτου στην Κύπρο. Σήμερα η πρόσβαση προς το σπήλαιο του Αγίου Νικολάου γίνεται από το χωριό Κάτω Βασιλική (ανατολικά) ή από το Κρυονέρι (δυτικά) μόνον δια θαλάσσης. Στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια η επικοινωνία ανάμεσα στα σπηλαιώδη ασκηταριά της Βαράσοβας, γινόταν μέσω στενών χαλικόστρωτων ατραπών μέσα από χαράδρες.

Κείμενο-επιμέλεια:
Δρ Ολυμπία Βικάτου, Αρχαιολόγος, Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος
Γεώργιος Σταμάτης, Αρχαιολόγος MSc.